- κοινοπρεπής
- κοινοπρεπής, -ές (Μ)αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση τού Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῡ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.).επίρρ...κοινοπρεπῶς (Α)με τρόπο που αρμόζει και στη θεία και στην ανθρώπινη φύση τού Χριστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.